ἐξεστηκυίᾳ

ἐξεστηκυίᾳ
ἐξεστηκυί̱ᾱͅ , ἐξίστημι
displace
perf part act fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξεστηκυῖα — ἐξίστημι displace perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”